- προμεσημβρινός.
- [промэсимвринос] επ утренний.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
προμεσημβρινός — ή, ό ο πριν από το μεσημέρι, ο πρωινός: Προμεσημβρινός περίπατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμεσημβρινός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πριν από το μεσημέρι διάστημα τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προμεσημβρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek